- παιωνισμός
- παιων-ισμός, ὁ,A chanting of the paean, Th.7.44; later [full] παιᾱνισμός, Str.9.3.12, D.H.2.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιωνισμός — παιωνισμός, ὁ (Α) [παιωνίζω] το να ψάλλει κανείς παιάνα, παιανισμός … Dictionary of Greek
παιωνισμός — chanting of the paean masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνισμόν — παιωνισμός chanting of the paean masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)